- πλοιαρίδιον
- πλοιᾰρ-ίδιον, τό, = sq., POxy.602 (ii A.D.), Ps.-Callisth.1.3, dub. in PGiss.11.6 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλοιαρίδιον — τὸ, Α [πλοιάριον] μικρό πλοιάριο … Dictionary of Greek
πλοιαρίδια — πλοιαρίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)